σπορᾶι

σπορᾶι
σπορᾷ , σπορά
sowing
fem dat sg (attic doric aeolic)
σπορᾷ , σποράζω
scatter
fut ind mid 2nd sg (epic)
σπορᾷ , σποράζω
scatter
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραίων — σποραί̱ων , σποραῖος seeds fem gen pl σποραί̱ων , σποραῖος seeds masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”